- ένωση
- η (AM ἕνωσις)η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξηνεοελλ.1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει»)2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών»)3. χημ. σύνθετη ουσία που αποτελείται από χημικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται σ' αυτήν σε ορισμένες αναλογίες, ανεξάρτητα από τον τρόπο τής παρασκευής της4. (ηλεκτρ.) η εξαιτίας ελαττωματικής μονώσεως διαπήδηση ηλεκτρικού ρεύματος από έναν αγωγό σε άλλονμσν.- νεοελλ.1. εκούσια υπαγωγή μιας αυτόνομης περιοχής στην κεντρική διοίκηση ομοεθνούς κράτους, προσάρτηση(«ένωση τής Επτανήσου, τής Κύπρου, τής Κρήτης»)2. ένωση (εκκλησιών), δηλ. η άρση τών σχισμάτων τής χριστιανικής Εκκλησίας, και ιδίως τού σχίσματος τής Ανατολικής Ορθόδοξης και τής Δυτικής Παπικής Εκκλησίαςμσν.1. συμμαχία2. ομόνοια3. συγκέντρωση, συνάθροιση4. συνάντηση5. ερωτική συνάντηση6. συνδυασμός7. γέννημα, καρπόςαρχ.-μσν.1. γάμος2. ενότητα3. ενότητα, απλότητα4. συμφωνία5. ανακάτωμα, ανάμειξη.
Dictionary of Greek. 2013.